- αερομάχος
- ο1. είδος γερακιού2. (για πρόσωπα) αερολόγος, αεροκόπος3. μαχητής στον αέρα, μαχόμενος με ή σε αεροπλάνο, αυτός που συμμετέχει σε αερομαχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + -μάχος < μάχομαι.ΠΑΡ. νεοελλ. αερομαχία, αερομαχώ].
Dictionary of Greek. 2013.